Η Παλιά πόλη της Καλαμπάκας

Το μεγαλύτερο μέρος της προπολεμικής Καλαμπάκας κάλυπτε το χώρο από το σημερινό Δημαρχείο μέχρι το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη, στη συνοικία του Σωποτού. Η κωμόπολη σ’ αυτόν το χώρο ήταν δομημένη πυκνά, τα τετράγωνα μικρά, οι κατοικίες κολλητές η μία με την άλλη και οι λιθόστρωτοι δρόμοι στενοί.

Τα σπίτια, αντιπροσωπευτικά της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, ήταν δεμένα ταιριαστά με τον περιβάλλοντα χώρο και το ευρύτερο τοπίο. Το έκτισαν Καλαμπακιώτες μάστορες, με μεράκι και αγάπη για την τέχνη τους. Ανάλογα με το χρόνο κατασκευής και τον προορισμό τους μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τρεις κατηγορίες. Τα αστικά σπίτια, που χτίστηκαν επί τουρκοκρατίας, με την παραδοσιακή Βαλκανική αρχιτεκτονική και με κύριο χαρακτηριστικό τους κλειστούς εξώστες που στηρίζονταν πάνω σε προβόλους. Τις γεωργικές κατοικίες, που ήταν χτισμένες με αστρέχες και μεγάλο χαγιάτι. Ο πρώτος όροφος ήταν κατοικία και την άνοιξη μετατρεπόταν σε χώρο εκτροφής κουκουλιών. Το ισόγειο χρησιμοποιούνταν για στάβλο, αποθήκη ή για τοποθέτηση βαρελιών. Τέλος, τις νεότερες πέτρινες κυβοειδείς κατοικίες, με πελεκητούς γωνιόλιθους που έδεναν αρμονικά με τα καλντερίμια.

Στη συνοικία του Πλατάνου με την ομώνυμη βρύση ήταν κάθε λογής καταστήματα. Ταβέρνες, χάνια, οινοπωλεία, πανδοχεία, παντοπωλεία, καφενεία, τράπεζα. Από το 1928 και έπειτα, η αγορά άρχισε βαθμιαία να μετατοπίζεται στη σημερινή οδό Βλαχάβας προς τη μεριά του σημερινού Δημαρχείου. Η κεντρική πλατεία ήταν εκεί που σήμερα βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Βησσαρίωνα και ήταν το σημείο όπου γίνονταν όλες οι υπαίθριες εορταστικές εκδηλώσεις της πόλης. Το Ηρώο των πεσόντων τοποθετήθηκε το 1928, στη θέση που είναι και σήμερα, για να θυμίζει στις ερχόμενες γενιές την υποχρέωσή τους να υπερασπίζουν τα ιδεώδη, για τα οποία χύθηκε ποτάμι το αίμα των παιδιών της Ελλάδας.

Στη συνοικία του Αϊ-Γιάννη του Προδρόμου ήταν τα καφενεία, που λειτουργούσαν από τις τέσσερις η ώρα το πρωί και όπου δίνονταν οι παραστάσεις του Καραγκιόζη. Πότε-πότε, σε τούτα τα σοκάκια, στη δεκαετία του 1930, ακούγονταν τις μεσονύκτιες ώρες θαυμάσιες καντάδες από καλλίφωνους Καλαμπακιώτες της εποχής. Δίπλα, στη συνοικία της Αγίας Βαρβάρας, υπήρχε το κτήριο της Επισκοπής, που αργότερα στέγασε το 2ο Δημοτικό Σχολείο. Κατά την παράδοση το σπίτι που έμενε ο Άγιος Βησσαρίωνας ήταν στην περιοχή της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου.

Η συνοικία του Σωποτού ήταν ταυτισμένη με την ομώνυμη βρύση της, η οποία αποτελούσε πηγή ζωής, όχι μόνο για τους κατοίκους της περιοχής, αλλά και ολόκληρης της πόλης. Η αφθονία του νερού κάλυπτε όλες τις ανάγκες ύδρευσης. Έδινε πόσιμο νερό, ξεκούραζε διψασμένους και πότιζε κήπους και περιβόλια, με πλούσια βλάστηση, που άρχιζαν από το πλάτωμα τις βρύσης και έφταναν μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό. Στη συνοικία αυτή κατοικούσαν στη πλειονότητα γεωργοί, γεωργοκτηνοτρόφοι και τα περισσότερα μέλη της συντεχνίας των μαστόρων. Από το πίσω μέρος της βρύσης περνούσε ο δρόμος, που οδηγούσε στα μοναστήρια της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Στεφάνου. Εκεί, στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου, ήταν επί τουρκοκρατίας το αρχοντικό του Γιαννάκη Καλαμπάκα, που διέθετε αποθήκες τροφίμων και υδραγωγείο. Σ’ αυτό ήταν εγκατεστημένη η φρουρά του άρχοντα, μέλος της οποίας ήταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων.