Να­ός Α­γί­ου Χα­ρα­λάμ­πους

Στα 1798, ε­πί του ε­πι­σκό­που Στα­γών Πα­ϊ­σί­ου του Κλει­νο­βί­τη (1784, Μα­ΐ­ου 12 – 1808) και ε­πί η­γου­μέ­νου της μο­νής Αμ­βρο­σί­ου, κτί­στη­κε το ση­με­ρι­νό ε­πι­βλη­τι­κό κα­θο­λι­κό, προς τι­μήν του Α­γί­ου Χα­ρα­λάμ­πους, του ο­ποί­ου η κά­ρα φυ­λάσ­σε­ται ε­κεί ως ι­ε­ρό θη­σαύ­ρι­σμα, δώ­ρο α­νε­κτί­μη­το του η­γε­μό­να της Βλα­χί­ας Viadislav και του συγ­γε­νούς του με­γά­λου βορ­νί­κου Dragomir.

Ας ση­μει­ω­θεί ε­δώ ό­τι α­πό πο­λύ νω­ρίς η ι­στο­ρί­α της Μο­νής του Α­γί­ου Στε­φά­νου συν­δέ­θη­κε στε­νά με τον ρου­μα­νι­κό η­γε­μο­νι­κό οί­κο της Βλα­χί­ας, ο ο­ποί­ος α­νή­γει­ρε και α­φι­έ­ρω­σε στη με­τε­ω­ρι­κή αυ­τή μο­νή ως με­τό­χι το μο­νύ­δριο της Με­τα­μορ­φώ­σε­ως του Σω­τή­ρος στη θέ­ση Μπου­τό­ι (Butoiu), κον­τά στο Τιρ­γό­βι­στο της Ρου­μα­νί­ας, και δώ­ρι­σε στη Μο­νή του Α­γί­ου Στε­φά­νου ά­για λεί­ψα­να, ι­ε­ρά σκεύ­η, άμ­φια κ.ά. Πό­τε α­κρι­βώς έ­γι­ναν αυ­τά δεν εί­ναι ε­ξα­κρι­βω­μέ­νο. Προ­τεί­νον­ται δι­ά­φο­ρες χρο­νο­λο­γί­ες α­πό τους ε­ρευ­νη­τές, που κυ­μαί­νον­ται α­πό τα τέ­λη του ΙΔ΄ μέ­χρι και τις αρ­χές του ΙΣΤ΄ αι­ώ­να.

Το νέ­ο κα­θο­λι­κό της μο­νής α­πο­μι­μεί­ται το γνω­στό α­γι­ο­ρει­τι­κό αρ­χι­τε­κτο­νι­κό τύ­πο. Ο κυ­ρί­ως να­ός εί­ναι τε­τρα­κι­ό­νιος σταυ­ρο­ει­δής εγ­γε­γραμ­μέ­νος, με τις δύ­ο κόγ­χες (χο­ρούς) α­ρι­στε­ρά και δε­ξιά˙ προ­η­γεί­ται ευ­ρύ­χω­ρος ε­σω­νάρ­θη­κας-λι­τή με τέσ­σε­ρις κί­ο­νες στο κέν­τρο που στη­ρί­ζουν τη στέ­γη του. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοί και εν­τυ­πω­σια­κοί εί­ναι οι ρα­δι­νοί και ψη­λό­λι­γνοι τρούλ­λοι, ο με­γά­λος και κεν­τρι­κός του κυ­ρί­ως να­ού και οι δύ­ο μι­κρό­τε­ροι του ι­ε­ρού, πά­νω α­πό την πρό­θε­ση και το δι­α­κο­νι­κό. Στη βό­ρεια ε­ξω­τε­ρι­κή πλευ­ρά του να­ού έ­χει προ­στε­θεί το­ξω­τή στο­ά – ε­ξω­νάρ­θη­ξας, που, σύμ­φω­να με την ε­πι­γρα­φή του, οι­κο­δο­μή­θη­κε ε­πί η­γου­μέ­νου Θε­ο­φά­νη, ο ο­ποί­ος στις αρ­χές του ΙΘ΄ αι. δι­α­δέ­χτη­κε τον Αμ­βρό­σιο.

Τοιχογραφίες. Το Καθολικό του Αγίου Χαραλάμπους δεν είχε παλαιά τοιχογραφία εκτός από τον Παντοκράτορα που καταστράφηκε το 1945 μαζί με τον τρούλλο. Η σημερινή αδελφότητα, μετά από έγκριση της Διευθύνσεως Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού και κατόπιν θετικής γνωμοδοτήσεως του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, το 1992 ξεκίνησε την αγιογράφηση του Καθολικού, την οποία ανέθεσε στον ταλαντούχο Κορίνθιο ζωγράφο-ψηφιδογράφο-αγιογράφο Βλάση Τσοτσώνη με τους συνεγάτες του. Το έργο συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ο αγιογράφος ιστορεί το Καθολικό με πιστότητα στην παράδοση και διατηρώντας τους καθιερωμένους τύπους της Κρητικής Σχολής που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή. Εργάζεται με καταπληκτική καλλιτεχνική και συνθετική δεξιότητα, και πλούσια εκφραστική ικανότητα, με τρόπο που πραγματικά τα νέα έργα δεν υστερούν σε αξία από τα παλαιότερα.