Το Καθολικό της Μονής

Το κα­θο­λι­κό της Μονής Ρουσάνου εί­ναι α­γι­ο­ρει­τι­κού τύ­που, ό­πως και των πε­ρισ­σο­τέ­ρων άλ­λων με­τε­ω­ρι­κών μο­νών. Ο κυ­ρί­ως να­ός εί­ναι σταυ­ρο­ει­δής δι­κι­ό­νιος, με τρούλ­λο στο κέν­τρο και τις δύ­ο πλευ­ρι­κές κόγ­χες, τους χο­ρούς, α­ρι­στε­ρά και δε­ξιά. Ο τρούλ­λος εί­ναι πο­λυ­γω­νι­κός, με μο­νό­λο­βα πα­ρά­θυ­ρα, και δε­σπό­ζει με το ύ­ψος του σε ό­λο το κομ­ψό μο­να­στη­ρια­κό συγ­κρό­τη­μα. Το ι­ε­ρό, για λό­γους που ε­πέ­βαλ­λε η δι­α­μόρ­φω­ση του βρά­χου, εί­ναι στραμ­μέ­νο προς βορ­ράν. Ο ε­σω­νάρ­θη­κας (λι­τή), πριν α­πό τον κυ­ρί­ως να­ό, κα­λύ­πτε­ται ο­λό­κλη­ρος με με­γά­λο ε­νια­ίο θό­λο.

Ο να­ός εί­ναι α­φι­ε­ρω­μέ­νος στη Με­τα­μόρ­φω­ση του Σω­τή­ρος. Ό­μως στη μο­νή με ι­δι­αί­τε­ρη με­γα­λο­πρέ­πεια και ευ­λά­βεια τι­μά­ται και πα­νη­γυ­ρί­ζε­ται και η μνή­μη της Α­γί­ας Βαρ­βά­ρας (4 Δεκ.), με α­θρό­α συρ­ρο­ή των πι­στών της πε­ρι­ο­χής.

Η τοι­χο­γρά­φη­ση του κα­θο­λι­κού έ­γι­νε ε­πί η­γου­μέ­νου της μο­νής Αρ­σε­νί­ου, με δι­κά του έ­ξο­δα, το έ­τος 1560 ( ϙζξθ΄= 7069 α­πό κτί­σε­ως κό­σμου), σχε­δόν 30 ο­λό­κλη­ρα χρό­νια με­τά την α­νέ­γερ­ση του μο­να­στη­ριού, ό­πως μας πλη­ρο­φο­ρεί σχετική ε­πι­γρα­φή στον κυ­ρί­ως να­ό, πά­νω α­πό την εί­σο­δο που ο­δη­γεί α­πό το νάρ­θη­κα προς αυ­τόν και κά­τω α­πό την πα­ρά­στα­ση της Κοι­μή­σε­ως της Θε­ο­τό­κου.

Η ε­πι­γρα­φή δεν πα­ρα­δί­δει το ό­νο­μα του ζω­γρά­φου, ο ο­ποί­ος ό­μως πρέ­πει να ή­ταν πο­λύ α­ξι­ό­λο­γος, α­φού η α­γι­ο­γρά­φη­ση του κυ­ρί­ως να­ού και του νάρ­θη­κα της μο­νής αυ­τής α­πο­τε­λεί έ­να α­πό τα λαμ­πρό­τε­ρα τοι­χο­γρα­φι­κά σύ­νο­λα της με­τα­βυ­ζαν­τι­νής ζω­γρα­φι­κής κα­τά το β΄ μι­σό του ΙΣΤ΄ αιώ­να. Οι τοι­χο­γρα­φί­ες αυ­τές τε­χνο­τρο­πι­κά α­νή­κουν στην Κρη­τι­κή Σχο­λή. Τό­σο ο νάρ­θη­κας ό­σο και ο κυ­ρί­ως να­ός εί­ναι κα­τά­γρα­φοι.

Τον βο­ρει­νό τοί­χο του νάρ­θη­κα, πά­νω α­πό την εί­σο­δο προς τον κυ­ρί­ως να­ό, κα­λύ­πτει η ε­πι­βλη­τι­κή και πο­λυ­πρό­σω­πη σύν­θε­ση της Δευ­τέ­ρας Πα­ρου­σί­α­ς· πά­νω η Ε­τοι­μα­σί­α του Θρό­νου με τον Πρό­δρο­μο και την Πα­να­γί­α γο­να­τι­σμέ­νους α­ρι­στε­ρά και δε­ξιά και τον Χρι­στό στην κο­ρυ­φή· κά­τω στο κέν­τρο τρεις άγ­γε­λοι, α­πό τους ο­ποί­ους ο με­σαί­ος κρα­τεί το ζυ­γό της δι­και­ο­σύ­νης και ο πρώ­τος τρί­αι­να. Στο θό­λο ι­στο­ρεί­ται ο Παν­το­κρά­το­ρας και γύ­ρω του τον πε­ρι­βάλ­λουν «νε­α­νί­σκοι και παρ­θέ­νοι, πρε­σβύ­τε­ροι με­τά νε­ω­τέ­ρων», που τον υ­μνο­λο­γούν και τον δο­ξά­ζουν. Τις με­γά­λες ε­πι­φά­νει­ες των άλ­λων τοί­χων του νάρ­θη­κα κα­λύ­πτουν τα συ­νη­θι­σμέ­να μαρ­τύ­ρια α­γί­ων (Γε­ωρ­γί­ου, Δη­μη­τρί­ου, Νέ­στο­ρα, Ευ­γε­νί­ου, Μαρ­δα­ρί­ου κ.α.), κα­θώς και ο­λό­σω­μες μορ­φές α­γί­ων, α­σκη­τών και ε­ρη­μι­τών.

Στον κυ­ρί­ως να­ό, πά­νω α­πό την εί­σο­δο, ει­κο­νί­ζε­ται η πο­λυ­πρό­σω­πη πα­ρά­στα­ση της Κοι­μή­σε­ως της Θε­ο­τό­κου. Δε­ξιά και α­ρι­στε­ρά της πύ­λης στέ­κουν, φρου­ροί ά­γρυ­πνοι, ο­λό­σω­μοι και ε­πι­βλη­τι­κοί, οι Αρ­χάγ­γε­λοι των Ά­νω Δυ­νά­με­ων Μι­χα­ήλ και Γα­βρι­ήλ. Στον τρούλ­λο, ό­πως εί­ναι κα­θι­ε­ρω­μέ­νο, ι­στο­ρεί­ται ο Παν­το­κρά­το­ρας. Στις πλευ­ρι­κές κόγ­χες των χο­ρών, υ­ψη­λά, ει­κο­νί­ζον­ται η Με­τα­μόρ­φω­ση και η Α­νά­στα­ση του Χρι­στού, ε­νώ πιο κά­τω ο­λό­σω­μοι στρα­τι­ω­τι­κοί ά­γιοι. Οι υ­πό­λοι­πες ε­πι­φά­νει­ες των τοί­χων εί­ναι κα­τά­γρα­φες με τις πα­ρα­στά­σεις του Δω­δε­κά­ορ­του και με σκη­νές α­πό τη ζω­ή του Χρι­στού και της Πα­να­γί­ας. Α­νά­με­σα στούς άλ­λους ει­κο­νι­ζό­με­νους α­γί­ους δι­α­κρί­νον­ται και οι με­γά­λοι με­λω­δοί της Εκ­κλη­σί­ας, ο ά­γιος Κο­σμάς, «η Θε­ό­πνευ­στος κι­νύ­ρα (=κι­θά­ρα) του πνεύ­μα­τος», και ο ά­γιος Ι­ω­άν­νης ο Δα­μα­σκη­νός, «η εύ­λα­λος α­η­δών».